περιβαλλοντολογία

περιβαλλοντολογία
η, Ν
η εφαρμοσμένη επιστήμη τού περιβάλλοντος και ειδικότερα τών σχέσεων τού ανθρώπου με το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, με σκοπό την ποιοτική του αναβάθμιση, αλλ. οικολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιβαλλοντολογία — η η επιστήμη που μελετά το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου (η οικολογία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβαλλοντολογικός — ή, ό, Ν [περιβαλλοντολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιβαλλοντολογία («περιβαλλοντολογική έρευνα») …   Dictionary of Greek

  • περιβαλλοντολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την περιβαλλοντολογία, αλλ. οικολόγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”